ηγεμονικότητα

ηγεμονικότητα
η
1. η ιδιότητα τού ηγεμονικού, τού ικανού να ηγεμονεύει
2. μεγαλοπρέπεια, μεγαλοδωρία που ταιριάζει σε ηγεμόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμονικός. Η λ., στον λόγιο τ. ηγεμονικότης, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”